χρονογραφικός

χρονογραφικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονογραφία, στο χρονογράφο ή στο χρονογράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρονογραφικός — ή, ό, Ν [χρονογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρονογράφο ή στην χρονογραφία. επίρρ... χρονογραφικώς και χρονογραφικά Ν χωρίς βαθύτερη αιτιολογία, ερμηνεία ή ιδιαίτερο σχολιασμό …   Dictionary of Greek

  • χρονογραφικά — Ν επίρρ. βλ. χρονογραφικός …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՄԱՆԱԿԱԳԻՐ — (գրի, բաց.) NBH 1 0828 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c, 9c, 12c, 13c ա.գ. χρονογράφος chronographus, temporum seu annalium scriptor Մատենագիր ժամանակաց կամ քրոնիկոնի. գրիչ պատմութեանց ըստ համեմատութեան ժամանակաց դարուց ʼի դարս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԺԱՄԱՆԱԿԱԳՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0828 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. χρονογραφικός, χρονικός chronographicus, chronicus χρονολογικός ad temporum rationem pertinens Որ ինչ անկ է ժամանակագրութեան. պատմանկան եւ տոմարական. *կամակարագոյնս նաւիցիմք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”